- ἀποφεύγω
- ἀπο-φεύγω, [tense] fut.A
-φεύξομαι Pl.Ap.39a
;-οῦμαι Ar.Av.932
: [tense] pf.-πέφευγα X.An.3.4.9
, etc.:—flee from, escape, c.acc., Batr.42,47;σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει Thgn.1159
;τὴν πεπρωμένην μοῖραν Hdt.1.91
;τὴν μάχην Id.5.102
;κῆρα S.Ph.1166
(lyr.), cf. Pl.Ap.30a;νόσον D.28.15
;ἀ. ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν X.An.3.4.9
;ἐς Νίσαιαν Th.1.114
: rarely c. gen.,ἀ. τῆς φθορᾶς 2 Ep.Pet.1.4
: c. inf., auoid,λέγειν Phlp. in Ph.617.14
: abs., get safe away, escape, Hdt.1.1, 9.102, etc.; go free, of manumitted slaves, IG2.786, al.II as law-term,ἀ. πολλὸν τοὺς διώκοντας Hdt.6.82
;τινά And.1.123
;φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ar.Nu.167
, cf. 1151;γραφάς Antipho 2.1.16
;εὐθύνας Pl.Lg.946d
: c. dupl. acc. pers. et rei,ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας ἅς μοι ἐνεκάλουν D.40.19
.2 abs., get clear off, be acquitted, opp. ἁλίσκομαι, Hdt.2.174, Pl.Ap.35c, D.18.103;κἂν . . εἰσέλθῃ φεύγων οὐκ ἀποφεύγει Ar.V.579
.3 of a woman in child-birth, bring to birth,ἀ. τὸ παιδίον ἐν τῷ τόκῳ Hp.Mul.1.25
; also ἀ. τοῦ παιδίου ib.33: intr.,ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν Id.Nat.Mul. 56
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.